αποτοξινώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποτοξινώνομαι • (apotoxinónomai) passive (past αποτοξινώθηκα, ppp αποτοξινωμένος, active αποτοξινώνω)
- passive of αποτοξινώνω (apotoxinóno)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form