αποτοιχίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποτοιχίζομαι • (apotoichízomai) passive (past αποτοιχίστηκα, ppp αποτοιχισμένος, active αποτοιχίζω)
- passive of αποτοιχίζω (apotoichízo)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form