αποτιμώμαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποτιμώμαι • (apotimómai) passive (past αποτιμήθηκα, ppp αποτιμημένος, active αποτιμώ)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
αποτιμώμαι • (apotimómai) passive (past αποτιμήθηκα, ppp αποτιμημένος, active αποτιμώ)
This verb needs an inflection-table template.