αποτεφρώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποτεφρώνομαι • (apotefrónomai) passive (past αποτεφρώθηκα, ppp αποτεφρωμένος, active αποτεφρώνω)
- passive of αποτεφρώνω (apotefróno)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form