αποτελειώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποτελειώνομαι • (apoteleiónomai) passive (past αποτελειώθηκα, ppp αποτελειωμένος, active αποτελειώνω)
- passive of αποτελειώνω (apoteleióno)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form