Jump to content

αποτελείται

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Verb

[edit]

αποτελείται (apoteleítai)

  1. third-person singular present of αποτελούμαι (apoteloúmai)
    Η ατμόσφαιρα της Γης αποτελείται κατά 21% από οξυγόνο. (The atmosphere of the Earth consists of 21% oxygen.)