αποτάσσομαι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Verb
[edit]αποτάσσομαι • (apotássomai) passive (past αποτάχθηκα/αποτάχτηκα, ppp αποταγμένος)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form
αποτάσσομαι • (apotássomai) passive (past αποτάχθηκα/αποτάχτηκα, ppp αποταγμένος)