αποσχηματίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποσχηματίζομαι • (aposchimatízomai) passive (past αποσχηματίστηκα, ppp αποσχηματισμένος, active αποσχηματίζω)
- passive of αποσχηματίζω (aposchimatízo)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form