αποσυμφορούμαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποσυμφορούμαι • (aposymforoúmai) passive (past αποσυμφορήθηκα, ppp αποσυμφορημένος, active αποσυμφορώ)
- passive of αποσυμφορώ (aposymforó)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form