αποστομώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποστομώνομαι • (apostomónomai) passive (past αποστομώθηκα, ppp αποστομωμένος, active αποστομώνω)
- passive of αποστομώνω (apostomóno)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form