Jump to content

αποσπερματισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποσπερματισμός (apospermatismósm (plural αποσπερματισμοί)

  1. ejaculation (of semen)
    Synonyms: εκσπερμάτιση (ekspermátisi), αποσπερμάτιση (apospermátisi)

Declension

[edit]
Declension of αποσπερματισμός
singular plural
nominative αποσπερματισμός (apospermatismós) αποσπερματισμοί (apospermatismoí)
genitive αποσπερματισμού (apospermatismoú) αποσπερματισμών (apospermatismón)
accusative αποσπερματισμό (apospermatismó) αποσπερματισμούς (apospermatismoús)
vocative αποσπερματισμέ (apospermatismé) αποσπερματισμοί (apospermatismoí)
[edit]