αποσκληρύνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποσκληρύνομαι • (aposklirýnomai) passive (past αποσκληρύνθηκα, ppp αποσκληρυμένος / αποσκληρυμμένος, active αποσκληρύνω)
- passive of αποσκληρύνω (aposklirýno)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form