From Wiktionary, the free dictionary
αποσαφηνίζω • (aposafinízo ) (past αποσαφήνισα , passive αποσαφηνίζομαι )
to clarify , disambiguate
αποσαφηνίζω αποσαφηνίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αποσαφηνίζω
αποσαφηνίσω
αποσαφηνίζομαι
αποσαφηνιστώ
2 sg
αποσαφηνίζεις
αποσαφηνίσεις
αποσαφηνίζεσαι
αποσαφηνιστείς
3 sg
αποσαφηνίζει
αποσαφηνίσει
αποσαφηνίζεται
αποσαφηνιστεί
1 pl
αποσαφηνίζουμε , [‑ομε ]
αποσαφηνίσουμε , [‑ομε ]
αποσαφηνιζόμαστε
αποσαφηνιστούμε
2 pl
αποσαφηνίζετε
αποσαφηνίσετε
αποσαφηνίζεστε , αποσαφηνιζόσαστε
αποσαφηνιστείτε
3 pl
αποσαφηνίζουν (ε )
αποσαφηνίσουν (ε )
αποσαφηνίζονται
αποσαφηνιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αποσαφήνιζα
αποσαφήνισα
αποσαφηνιζόμουν (α )
αποσαφηνίστηκα
2 sg
αποσαφήνιζες
αποσαφήνισες
αποσαφηνιζόσουν (α )
αποσαφηνίστηκες
3 sg
αποσαφήνιζε
αποσαφήνισε
αποσαφηνιζόταν (ε )
αποσαφηνίστηκε
1 pl
αποσαφηνίζαμε
αποσαφηνίσαμε
αποσαφηνιζόμασταν , (‑όμαστε )
αποσαφηνιστήκαμε
2 pl
αποσαφηνίζατε
αποσαφηνίσατε
αποσαφηνιζόσασταν , (‑όσαστε )
αποσαφηνιστήκατε
3 pl
αποσαφήνιζαν , αποσαφηνίζαν (ε )
αποσαφήνισαν , αποσαφηνίσαν (ε )
αποσαφηνίζονταν , (αποσαφηνιζόντουσαν )
αποσαφηνίστηκαν , αποσαφηνιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αποσαφηνίζω ➤
θα αποσαφηνίσω ➤
θα αποσαφηνίζομαι ➤
θα αποσαφηνιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αποσαφηνίζεις , …
θα αποσαφηνίσεις , …
θα αποσαφηνίζεσαι , …
θα αποσαφηνιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αποσαφηνίσει έχω, έχεις, … αποσαφηνισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αποσαφηνιστεί είμαι , είσαι , … αποσαφηνισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αποσαφηνίσει είχα, είχες, … αποσαφηνισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αποσαφηνιστεί ήμουν , ήσουν , … αποσαφηνισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αποσαφηνίσει θα έχω, θα έχεις, … αποσαφηνισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αποσαφηνιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αποσαφηνισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αποσαφήνιζε
αποσαφήνισε
—
αποσαφηνίσου
2 pl
αποσαφηνίζετε
αποσαφηνίστε
αποσαφηνίζεστε
αποσαφηνιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αποσαφηνίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αποσαφηνίσει ➤
αποσαφηνισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αποσαφηνίσει
αποσαφηνιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
αποσαφήνιση f ( aposafínisi , “ disambiguation, clarification ” )
διευκρινίζω ( diefkrinízo , “ to clear, to purify, to clarify ” )