απορρίπτομαι
Appearance
See also: ἀπορρίπτομαι
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]- IPA(key): /a.poˈɾi.pto.me/
- Hyphenation: α‧πορ‧ρί‧πτο‧μαι
- Homophone: απορρίπτομε (aporríptome)
Verb
[edit]απορρίπτομαι • (aporríptomai) passive (past απορρίφθηκα/απορρίφτηκα, active απορρίπτω)
- to be rejected
- το αίτημα των μαθητών απορρίφθηκε
- to aítima ton mathitón aporrífthike
- the students' request was rejected
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form