αποπροσανατολίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποπροσανατολίζομαι • (apoprosanatolízomai) passive (past αποπροσανατολίστηκα, ppp αποπροσανατολισμένος, active αποπροσανατολίζω)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form