Jump to content

αποπνιγμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποπνιγμός (apopnigmósm (plural αποπνιγμοί)

  1. strangulation, suffocation, choking

Declension

[edit]
Declension of αποπνιγμός
singular plural
nominative αποπνιγμός (apopnigmós) αποπνιγμοί (apopnigmoí)
genitive αποπνιγμού (apopnigmoú) αποπνιγμών (apopnigmón)
accusative αποπνιγμό (apopnigmó) αποπνιγμούς (apopnigmoús)
vocative αποπνιγμέ (apopnigmé) αποπνιγμοί (apopnigmoí)
[edit]