αποπλανιέμαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποπλανιέμαι • (apoplaniémai) passive (past αποπλανήθηκα, ppp αποπλανημένος, active αποπλανώ)
- Alternative form of αποπλανώμαι (apoplanómai)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form