απονευρώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]απονευρώνομαι • (aponevrónomai) passive (past απονευρώθηκα, ppp απονευρωμένος, active απονευρώνω)
- passive of απονευρώνω (aponevróno)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form