αποναρκώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποναρκώνομαι • (aponarkónomai) passive (past αποναρκώθηκα, ppp αποναρκωμένος, active αποναρκώνω)
- passive of αποναρκώνω (aponarkóno)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form