απομυθοποιούμαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]απομυθοποιούμαι • (apomythopoioúmai) passive (past απομυθοποιήθηκα, ppp απομυθοποιημένος, active απομυθοποιώ)
- passive of απομυθοποιώ (apomythopoió)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form