απομονωτισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]απομονωτισμός • (apomonotismós) m (plural απομονωτισμοί)
- isolationism
- Antonym: παρεμβατισμός (paremvatismós)
Declension
[edit]Declension of απομονωτισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απομονωτισμός • | απομονωτισμοί • |
genitive | απομονωτισμού • | απομονωτισμών • |
accusative | απομονωτισμό • | απομονωτισμούς • |
vocative | απομονωτισμέ • | απομονωτισμοί • |
Related terms
[edit]- see: απομονώνω (apomonóno, “to isolate”)
Further reading
[edit]- απομονωτισμός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language