απομαγνητίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]απομαγνητίζομαι • (apomagnitízomai) passive (past απομαγνητίστηκα, ppp απομαγνητισμένος, active απομαγνητίζω)
- passive of απομαγνητίζω (apomagnitízo)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form