απολωλαίνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]απολωλαίνομαι • (apololaínomai) passive (past απολωλάθηκα, active απολωλαίνω)
- passive of απολωλαίνω (apololaíno)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form
απολωλαίνομαι • (apololaínomai) passive (past απολωλάθηκα, active απολωλαίνω)