Jump to content

απολυταρχισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απολυταρχισμός (apolytarchismósm (plural απολυταρχισμοί)

  1. (government) autocracy, absolutism, despotism
    Synonym: απολυταρχία (apolytarchía)

Declension

[edit]
Declension of απολυταρχισμός
singular plural
nominative απολυταρχισμός (apolytarchismós) απολυταρχισμοί (apolytarchismoí)
genitive απολυταρχισμού (apolytarchismoú) απολυταρχισμών (apolytarchismón)
accusative απολυταρχισμό (apolytarchismó) απολυταρχισμούς (apolytarchismoús)
vocative απολυταρχισμέ (apolytarchismé) απολυταρχισμοί (apolytarchismoí)
[edit]

Further reading

[edit]