Jump to content

απολησμονιάρης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απολησμονιάρης (apolismoniárism (plural απολησμονιάρες)

  1. forgetful or absentminded person

Declension

[edit]
Declension of απολησμονιάρης
singular plural
nominative απολησμονιάρης (apolismoniáris) απολησμονιάρες (apolismoniáres)
genitive απολησμονιάρη (apolismoniári) απολησμονιαρών (apolismoniarón)
accusative απολησμονιάρη (apolismoniári) απολησμονιάρες (apolismoniáres)
vocative απολησμονιάρη (apolismoniári) απολησμονιάρες (apolismoniáres)