αποκτηνώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποκτηνώνομαι • (apoktinónomai) passive (past αποκτηνώθηκα, ppp αποκτηνωμένος, active αποκτηνώνω)
- passive of αποκτηνώνω (apoktinóno)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form