αποκουταίνω
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποκουταίνω • (apokoutaíno) (past αποκούτιανα, passive αποκουταίνομαι)
- Alternative form of αποκουτιαίνω (apokoutiaíno)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form
αποκουταίνω • (apokoutaíno) (past αποκούτιανα, passive αποκουταίνομαι)