αποκορυφώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποκορυφώνομαι • (apokoryfónomai) passive (past αποκορυφώθηκα, ppp αποκορυφωμένος, active αποκορυφώνω)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form
αποκορυφώνομαι • (apokoryfónomai) passive (past αποκορυφώθηκα, ppp αποκορυφωμένος, active αποκορυφώνω)