αποκολλιέμαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποκολλιέμαι • (apokolliémai) passive (past αποκολλήθηκα, ppp αποκολλημένος, active αποκολλώ)
- Alternative form of αποκολλώμαι (apokollómai)
αποκολλιέμαι • (apokolliémai) passive (past αποκολλήθηκα, ppp αποκολλημένος, active αποκολλώ)