αποκοιμάμαι
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αποκοιμάμαι • (apokoimámai) deponent (past αποκοιμήθηκα)
- Alternative form of αποκοιμιέμαι (apokoimiémai)
Conjugation
[edit]- see: αποκοιμιέμαι (apokoimiémai)
αποκοιμάμαι • (apokoimámai) deponent (past αποκοιμήθηκα)