αποκλειστικό
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αποκλειστικό • (apokleistikó)
- accusative masculine singular of αποκλειστικός (apokleistikós)
- nominative/accusative/vocative neuter singular of αποκλειστικός (apokleistikós)
αποκλειστικό • (apokleistikó)