Jump to content

αποκερματισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.po.ceɾ.ma.tiˈzmos/
  • Hyphenation: α‧πο‧κερ‧μα‧τι‧σμός

Noun

[edit]

αποκερματισμός (apokermatismósm (plural αποκερματισμοί)

  1. defragmentation

Declension

[edit]
Declension of αποκερματισμός
singular plural
nominative αποκερματισμός (apokermatismós) αποκερματισμοί (apokermatismoí)
genitive αποκερματισμού (apokermatismoú) αποκερματισμών (apokermatismón)
accusative αποκερματισμό (apokermatismó) αποκερματισμούς (apokermatismoús)
vocative αποκερματισμέ (apokermatismé) αποκερματισμοί (apokermatismoí)
[edit]