From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /a.po.ka.taˈste.no/
Hyphenation: α‧πο‧κα‧τα‧σταί‧νω
αποκατασταίνω • (apokatastaíno ) (past αποκατάστησα , passive αποκατασταίνομαι , p‑past αποκαταστάθηκα , ppp αποκαταστημένος ) ( present tenses only according to some sources)[ 1] )
( colloquial , less frequent) Alternative form of αποκαθιστώ ( apokathistó )
αποκατασταίνω αποκατασταίνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αποκατασταίνω
αποκαταστήσω
αποκατασταίνομαι
αποκατασταθώ
2 sg
αποκατασταίνεις
αποκαταστήσεις
αποκατασταίνεσαι
αποκατασταθείς
3 sg
αποκατασταίνει
αποκαταστήσει
αποκατασταίνεται
αποκατασταθεί
1 pl
αποκατασταίνουμε , [‑ομε ]
αποκαταστήσουμε , [‑ομε ]
αποκατασταινόμαστε
αποκατασταθούμε
2 pl
αποκατασταίνετε
αποκαταστήσετε
αποκατασταίνεστε , αποκατασταινόσαστε
αποκατασταθείτε
3 pl
αποκατασταίνουν (ε )
αποκαταστήσουν (ε )
αποκατασταίνονται
αποκατασταθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αποκατάσταινα
αποκατάστησα
αποκατασταινόμουν (α )
αποκαταστάθηκα
2 sg
αποκατάσταινες
αποκατάστησες
αποκατασταινόσουν (α )
αποκαταστάθηκες
3 sg
αποκατάσταινε
αποκατάστησε
αποκατασταινόταν (ε )
αποκαταστάθηκε
1 pl
αποκατασταίναμε
αποκαταστήσαμε
αποκατασταινόμασταν , (‑όμαστε )
αποκατασταθήκαμε
2 pl
αποκατασταίνατε
αποκαταστήσατε
αποκατασταινόσασταν , (‑όσαστε )
αποκατασταθήκατε
3 pl
αποκατάσταιναν , αποκατασταίναν (ε )
αποκατάστησαν , αποκαταστήσαν (ε )
αποκατασταίνονταν , (αποκατασταινόντουσαν )
αποκαταστάθηκαν , αποκατασταθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αποκατασταίνω ➤
θα αποκαταστήσω ➤
θα αποκατασταίνομαι ➤
θα αποκατασταθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αποκατασταίνεις , …
θα αποκαταστήσεις , …
θα αποκατασταίνεσαι , …
θα αποκατασταθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αποκαταστήσει έχω, έχεις, … αποκαταστημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αποκατασταθεί είμαι , είσαι , … αποκαταστημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αποκαταστήσει είχα, είχες, … αποκαταστημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αποκατασταθεί ήμουν , ήσουν , … αποκαταστημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αποκαταστήσει θα έχω, θα έχεις, … αποκαταστημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αποκατασταθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποκαταστημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αποκατάσταινε
αποκατάστησε
—
αποκαταστήσου
2 pl
αποκατασταίνετε
αποκαταστήστε
αποκατασταίνεστε
αποκατασταθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αποκατασταίνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αποκαταστήσει ➤
αποκαταστημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αποκαταστήσει
αποκατασταθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• Colloquial variant of αποκαθιστώ ( apokathistó ) , with which some forms are shared. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
αποκατάστση f ( apokatástsi , “ restoration, compensation ” )