From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly, from Ancient Greek ἀποκαλῶ ( apokalô ) , contracted form of ἀποκαλεω ( apokaleō ) . By surface analysis , απο- ( apo- ) + καλώ ( kaló ) .[ 1] [ 2]
IPA (key ) : /a.poˈka.lo/
Hyphenation: α‧πο‧κα‧λώ
αποκαλώ • (apokaló ) (past αποκάλεσα , passive αποκαλούμαι , p‑past αποκλήθηκα /αποκαλέστηκα )
to call , name
to characterise , label
αποκαλώ , αποκαλούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αποκαλώ
αποκαλέσω
αποκαλούμαι
αποκληθώ , αποκαλεστώ 1
2 sg
αποκαλείς
αποκαλέσεις
αποκαλείσαι
αποκληθείς , αποκαλεστείς
3 sg
αποκαλεί
αποκαλέσει
αποκαλείται
αποκληθεί , αποκαλεστεί
1 pl
αποκαλούμε
αποκαλέσουμε , [-ομε ]
αποκαλούμαστε , {αποκαλούμεθα }
αποκληθούμε , αποκαλεστούμε
2 pl
αποκαλείτε
αποκαλέσετε
αποκαλείστε , {αποκαλείσθε }
αποκληθείτε , αποκαλεστείτε
3 pl
αποκαλούν (ε )
αποκαλέσουν (ε )
αποκαλούνται
αποκληθούν (ε ), αποκαλεστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αποκαλούσα
αποκάλεσα
[αποκαλούμουν ]1
αποκλήθηκα , αποκαλέστηκα 1
2 sg
αποκαλούσες
αποκάλεσες
[αποκαλούσουν ]1
αποκλήθηκες , αποκαλέστηκες
3 sg
αποκαλούσε
αποκάλεσε
αποκαλούνταν , {(ε) αποκαλείτο }
αποκλήθηκε , αποκαλέστηκε , {απεκλήθη }
1 pl
αποκαλούσαμε
αποκαλέσαμε
αποκαλούμασταν , (‑ούμαστε )
αποκληθήκαμε , αποκαλεστήκαμε
2 pl
αποκαλούσατε
αποκαλέσατε
[αποκαλούσασταν , (‑ούσαστε )]
αποκληθήκατε , αποκαλεστήκατε
3 pl
αποκαλούσαν (ε )
αποκάλεσαν , αποκαλέσαν (ε )
αποκαλούνταν , {(ε) αποκαλούντο }
αποκλήθηκαν , αποκληθήκαν (ε ), αποκαλέστηκαν , αποκαλεστήκαν (ε ), {απεκλήθησαν }
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αποκαλώ ➤
θα αποκαλέσω ➤
θα αποκαλούμαι ➤
θα αποκληθώ , θα αποκαλεστώ 1 ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αποκαλείς , …
θα αποκαλέσεις , …
θα αποκαλείσαι , …
θα αποκληθείς , θα αποκαλεστείς , ...
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αποκαλέσει
έχω, έχεις, ... αποκληθεί , αποκαλεστεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αποκαλέσει
είχα, είχες, ... αποκληθεί , αποκαλεστεί
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … αποκαλέσει
θα έχω, θα έχεις, ... αποκληθεί , αποκαλεστεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
αποκάλεσε
—
αποκαλέσου
2 pl
αποκαλείτε
αποκαλέστε
αποκαλείστε , {αποκαλείσθε }
αποκληθείτε , αποκαλεστείτε 1
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αποκαλώντας ➤
αποκαλούμενος ➤
Perfect participle➤
έχοντας αποκαλέσει ➤
—
Nonfinite form➤
αποκαλέσει
αποκληθεί , αποκαλεστεί 1
Notes Appendix:Greek verbs
1. The second forms (with καλεστ-) are colloquial, sometimes not mentioned in dictionaries. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.