αποκαλύπτουμε
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αποκαλύπτουμε • (apokalýptoume)
- 1st person plural present form of αποκαλύπτω (apokalýpto).
Alternative forms
[edit]- αποκαλύπτομε (apokalýptome) (formal)
αποκαλύπτουμε • (apokalýptoume)