αποκαθηλώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποκαθηλώνομαι • (apokathilónomai) passive (past αποκαθηλώθηκα, ppp αποκαθηλωμένος, active αποκαθηλώνω)
- passive of αποκαθηλώνω (apokathilóno)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form