αποκαθίσταμαι
Appearance
See also: ἀποκαθίσταμαι
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αποκαθίσταμαι • (apokathístamai) passive (past αποκαταστάθηκα, ppp αποκατεστημένος, active αποκαθιστώ)
- passive of αποκαθιστώ (apokathistó)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form