Jump to content

αποικιοκράτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποικιοκράτης (apoikiokrátism (plural αποικιοκράτες, feminine αποικιοκράτισσα)

  1. colonialist

Declension

[edit]
Declension of αποικιοκράτης
singular plural
nominative αποικιοκράτης (apoikiokrátis) αποικιοκράτες (apoikiokrátes)
genitive αποικιοκράτη (apoikiokráti) αποικιοκρατών (apoikiokratón)
accusative αποικιοκράτη (apoikiokráti) αποικιοκράτες (apoikiokrátes)
vocative αποικιοκράτη (apoikiokráti) αποικιοκράτες (apoikiokrátes)
[edit]