αποθρασύνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποθρασύνομαι • (apothrasýnomai) passive (past αποθρασύνθηκα, active αποθρασύνω)
- passive of αποθρασύνομαι (apothrasýnomai)
αποθρασύνομαι • (apothrasýnomai) passive (past αποθρασύνθηκα, active αποθρασύνω)