αποδυναμώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποδυναμώνομαι • (apodynamónomai) passive (past αποδυναμώθηκα, ppp αποδυναμωμένος, active αποδυναμώνω)
- passive of αποδυναμώνω (apodynamóno)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form