αποδοκιμάζουμε
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αποδοκιμάζομε (apodokimázome) (formal)
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αποδοκιμάζουμε • (apodokimázoume)
- first-person plural present of αποδοκιμάζω (apodokimázo)
αποδοκιμάζουμε • (apodokimázoume)