αποδιεθνοποιούμαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποδιεθνοποιούμαι • (apodiethnopoioúmai) passive (past αποδιεθνοποιήθηκα, ppp αποδιεθνοποιημένος, active αποδιεθνοποιώ)
- passive of αποδιεθνοποιώ (apodiethnopoió)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form