αποδιαρθρώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποδιαρθρώνομαι • (apodiarthrónomai) passive (past αποδιαρθρώθηκα, ppp αποδιαρθρωμένος, active αποδιαρθρώνω)
- passive of αποδιαρθρώνω (apodiarthróno)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form