αποδεσμεύομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποδεσμεύομαι • (apodesmévomai) passive (past αποδεσμεύτηκα/αποδεσμεύθηκα, ppp αποδεσμευμένος, active αποδεσμεύω)
- passive of αποδεσμεύω (apodesmévo)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form