αποδελτιώνω
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποδελτιώνω • (apodeltióno) (past αποδελτίωσα, passive αποδελτιώνομαι, ppp αποδελτιωμένος)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
Related terms
[edit]- αποδελτίωση f (apodeltíosi, “indexing”)
- δελτίο n (deltío, “index card”)