Jump to content

αποδεκατισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποδεκατισμός (apodekatismósm (plural αποδεκατισμοί)

  1. (literal) decimation
    Synonym: αποδεκάτισμα (apodekátisma)
  2. catastrophe
    Synonym: αποδεκάτισμα (apodekátisma)

Declension

[edit]
Declension of αποδεκατισμός
singular plural
nominative αποδεκατισμός (apodekatismós) αποδεκατισμοί (apodekatismoí)
genitive αποδεκατισμού (apodekatismoú) αποδεκατισμών (apodekatismón)
accusative αποδεκατισμό (apodekatismó) αποδεκατισμούς (apodekatismoús)
vocative αποδεκατισμέ (apodekatismé) αποδεκατισμοί (apodekatismoí)
[edit]