απογράφομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]απογράφομαι • (apográfomai) passive (past απογράφηκα/απογράφτηκα, ppp απογραμμενος, active απογράφω)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form
απογράφομαι • (apográfomai) passive (past απογράφηκα/απογράφτηκα, ppp απογραμμενος, active απογράφω)