αποβλακώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποβλακώνομαι • (apovlakónomai) passive (past αποβλακώθηκα, ppp αποβλακωμένος, active αποβλακώνω)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: αποβλακώνω (apovlakóno)
αποβλακώνομαι • (apovlakónomai) passive (past αποβλακώθηκα, ppp αποβλακωμένος, active αποβλακώνω)