απλουστεύομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]απλουστεύομαι • (aploustévomai) passive (past απλουστεύθηκα/απλουστεύτηκα, ppp απλουστευμένος, active απλουστεύω)
- passive of απλουστεύω (aploustévo)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form