Jump to content

απλής αρμονικής ταλάντωσης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απλής αρμονικής ταλάντωσης (aplís armonikís talántosis)

  1. plural of απλή αρμονική ταλάντωση (aplí armonikí talántosi)